- ἐνδοιαστής
- ἐνδοι-αστής, οῦ, ὁ,A doubter, Ph.1.459, 2.582.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδοιαστής — ἐνδοιαστής, ο (Α) αυτός που διστάζει … Dictionary of Greek
ἐνδοιασταί — ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc pl ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶν — ἐνδοιαστής doubter masc gen pl ἐνδοιαστός doubtful fem gen pl ἐνδοιαστός doubtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστά — ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc/acc dual ἐνδοιαστής doubter masc voc sg ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic) ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc pl ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc/acc dual ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστάς — ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc acc pl ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic doric aeolic) ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστός doubtful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)